πούπετα

πούπετα
και πούπετις και πούπετε και πούποτε, Μ
σε κανένα μέρος, πουθενά («καὶ ἐψηλάφουν πούπετα περδίκιν νὰ πιτύχω», Λιβ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πούπετα < πούπετε (< ποῦ ποτε, με αφομοίωση τού -ο σε -ε-), κατά το πουθενά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πούπετα — επίρρ. τοπ., πουθενά, σε κανένα μέρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πούπετε — Μ βλ. πούπετα …   Dictionary of Greek

  • πούπετις — Μ βλ. πούπετα …   Dictionary of Greek

  • πούποτε — Μ βλ. πούπετα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”