- πούπετα
- και πούπετις και πούπετε και πούποτε, Μσε κανένα μέρος, πουθενά («καὶ ἐψηλάφουν πούπετα περδίκιν νὰ πιτύχω», Λιβ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πούπετα < πούπετε (< ποῦ ποτε, με αφομοίωση τού -ο σε -ε-), κατά το πουθενά].
Dictionary of Greek. 2013.